τραγογένης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραγογένης αρσενικό
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾa.ɣɔˈʝɛ.nis/
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ασπρογένης
- κοκκινογένης
- μαυρογένης
- τραγόπαπας
- → και δείτε τη λέξη τράγος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραγογένης