τραγογένης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τραγογένης οι τραγογένηδες
      γενική του τραγογένη των τραγογένηδων
    αιτιατική τον τραγογένη τους τραγογένηδες
     κλητική τραγογένη τραγογένηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραγογένης < τράγ(ος) + -ο- + -γένης (γένι)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾa.ɣoˈʝe.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρα‐γο‐γέ‐νης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τραγογένης αρσενικό

  • (υβριστικό, συνήθως για παπά) που έχει μυτερό γένι σαν του τράγου
    ※  Σύμφωνα με τη διήγηση […] ο γνωστικός, μαθαίνοντας πως ο τρελός αδελφός του σκότωσε τον παπά και τον έριξε στο πηγάδι, σκοτώνει έναν τράγο και ρίχνει το κεφάλι του στο ίδιο πηγάδι. Ωστόσο ο τρελός πηγαίνει στην αστυνομία και κάνει γνωστό πως σκότωσε έναν παπά τραγογένη. Όμως βρίσκουν τον τράγο και υποθέτουν ότι αυτόν εννοούσε.
    Μιχάλης Γ. Μερακλής, Ευτράπελες διηγήσεις. Το κοινωνικό τους περιεχόμενο (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1980), σ. 40.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]