τραγουδήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

τραγουδήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τραγουδώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τραγουδώ
  3. θα τραγουδήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τραγουδώ