τραγουδίστρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τραγουδίστρια < τραγουδιστής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τραγουδίστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη τραγουδιστής
τραγουδίστρια θηλυκό