τραγουδώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραγουδώ < μεσαιωνική ελληνική τραγουδώ < αρχαία ελληνική τραγῳδέω / τραγῳδῶ < τράγος + ᾄδω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾa.ɣu.ˈðɔ/
Ρήμα[επεξεργασία]
τραγουδώ (παθητική φωνή: τραγουδιέμαι)
- αρθρώνω λέξεις ή ήχους με ορισμένο ρυθμό και αλλαγές στη συχνότητα του ήχου, ακολουθώ μια μελωδία
- (για πουλιά) κελαηδώ, παράγω ευχάριστους και μελωδικούς ήχους
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- τραγουδάκι
- τραγούδημα
- τραγούδι
- τραγούδισμα
- τραγουδιστά
- τραγουδιστής - τραγουδίστρια
- τραγουδιστικά
- τραγουδιστικός
- → δείτε τις λέξεις τραγωδός, τράγος και άδω
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λέω τραγούδια