τραγῳδός
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τραγῳδός | οἱ | τραγῳδοί |
γενική | τοῦ | τραγῳδοῦ | τῶν | τραγῳδῶν |
δοτική | τῷ | τραγῳδῷ | τοῖς | τραγῳδοῖς |
αιτιατική | τὸν | τραγῳδόν | τοὺς | τραγῳδούς |
κλητική ὦ! | τραγῳδέ | τραγῳδοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τραγῳδώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τραγῳδοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τραγῳδός < τράγ(ος) + ᾠδ(ή) + -ός κατά το ῥαψῳδός. Η ακριβής σημασία της λέξεως τραγῳδός είναι ακόμα ανεπιβεβαίωτη, ωστόσο η επικρατέστερη άποψη στηρίζει ότι η τραγωδία προήλθε από τον διονυσιακό διθύραμβο όπου τραγῳδός δήλωνε τον συμμετέχοντα στους τραγικούς χορούς προς τιμήν του Διονύσου ο οποίος ήταν πιθανώς μεταμφιεσμένος ως σάτυρος και ονομαζόταν τράγος, όχι τόσο λόγω της μεν εμφάνισής του όσο της δε συμπεριφοράς του που όπως ένας τράγος ήταν πολύ ζωηρή και εύθυμη και συχνά σχεδόν ασελγής.[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρᾰγῳδός αρσενικό
- (θέατρο) τραγικός ποιητής, τραγωδός
- (θέατρο) τραγικός ηθοποιός, τραγωδός
- (θέατρο) μέλος τραγικού χορού
Παράγωγα
[επεξεργασία]=σύνθετα
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- τραγῳδός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τραγῳδός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Θέατρο (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)