Μετάβαση στο περιεχόμενο

τραγῳδός

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: τραγωδός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τραγῳδός οἱ τραγῳδοί
      γενική τοῦ τραγῳδοῦ τῶν τραγῳδῶν
      δοτική τῷ τραγῳδ τοῖς τραγῳδοῖς
    αιτιατική τὸν τραγῳδόν τοὺς τραγῳδούς
     κλητική ! τραγῳδέ τραγῳδοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τραγῳδώ
γεν-δοτ τοῖν  τραγῳδοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τραγῳδός < τράγ(ος) + ᾠδ(ή) + -ός κατά το ῥαψῳδός. Η ακριβής σημασία της λέξεως τραγῳδός είναι ακόμα ανεπιβεβαίωτη, ωστόσο η επικρατέστερη άποψη στηρίζει ότι η τραγωδία προήλθε από τον διονυσιακό διθύραμβο όπου τραγῳδός δήλωνε τον συμμετέχοντα στους τραγικούς χορούς προς τιμήν του Διονύσου ο οποίος ήταν πιθανώς μεταμφιεσμένος ως σάτυρος και ονομαζόταν τράγος, όχι τόσο λόγω της μεν εμφάνισής του όσο της δε συμπεριφοράς του που όπως ένας τράγος ήταν πολύ ζωηρή και εύθυμη και συχνά σχεδόν ασελγής.[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρᾰγῳδός αρσενικό

  1. (θέατρο) τραγικός ποιητής, τραγωδός
  2. (θέατρο) τραγικός ηθοποιός, τραγωδός
  3. (θέατρο) μέλος τραγικού χορού

Παράγωγα

[επεξεργασία]

=σύνθετα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]