τραμπάκουλας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραμπάκουλας < τραμπάκουλ(ο) + -ας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραμπάκουλας αρσενικό (θηλυκό ή τραμπάκισσα)
- κυρίως για ιδιοκτήτη πλοίου ή καπετάνιο, ο πλοίαρχος, δευτερογενώς ο ναυτικός, ο μούτσος
- (μειωτικό) φοβιτσιάρης, που φεύγει γρήγορα
Κατηγορίες:
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βαρύμαγκας' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)