τραμπουκοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραμπουκοκρατία < τραμπούκος + -κρατία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραμπουκοκρατία θηλυκό
- επικράτηση των τραμπούκων, της πρακτικής και των μεθόδων εκφοβισμού στην πολιτική ή κοινωνική ζωή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραμπουκοκρατία
|