τραμπούκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τραμπούκο < (άμεσο δάνειο) ισπανική trabucos (< παλιό πυροβόλο όπλο trabuco), τύπος πούρων που έδιναν πολιτικοί και κομματάρχες στους ανθρώπους τους και στους εκλογείς[1][2] (μαρτυρείται από το 1865)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τραμπούκο ουδέτερο
- (λαϊκό, παρωχημένο) φιλοδώρημα, δωροδοκία
- ※ Πλησιάζοντας, λοιπόν, προς τις ημέρες των εκλογών αυτών (14-17 Μαΐου 1865, τότε οι εκλογές κρατούσαν τέσσερις ημέρες) αρχίζουν να εμφανίζονται στις εφημερίδες δημοσιεύματα με τη λέξη «τραμπούκο» ή «τραμπούκος». Πρώτη εμφάνιση χρονολογικά είναι στην εφημερίδα Αυγή (11-5-1865 σελ. 179): «Τραμπούκο, ρεμπάπι, αγιούτο στα καρά, είναι αι φράσεις της εποχής, τας οποίας σήμερα ακούει τις εις όλας τα γωνίας της πρωτευούσης, εις όλας τας πράξεις αγοραπωλησίας ψήφων. Και η μεν λέξις τραμπούκο προφερομένη εν τοις συλλόγοις των ψηφοθηρών και των κομματαρχών των είναι εν χρήσει όταν οι υποψήφιοι βουλευταί προσφέρωσιν έως 20 δραχμάς∙ ρεμπάπι από 20-100∙ και αγιούτο στα καρά όταν προσφέρωνται επέκεινα των 100 δραχμών. Αλλά από της χθες οι ανωτέρω λέξεις αντικατεστάθησαν δια της λέξεως γκαζ. Ο ακούων λοιπόν την λέξιν ταύτην εις καφφενεία, ταβέρνας, πρέπει να εννοήση «χρήματα».
- «Και πάλι για τους τραμπούκους (μια συνεργασία του Spiridione)», στο ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία (19 Δεκεμβρίου 2016)· πρόσβαση: 2022-04-12.
- ※ Πλησιάζοντας, λοιπόν, προς τις ημέρες των εκλογών αυτών (14-17 Μαΐου 1865, τότε οι εκλογές κρατούσαν τέσσερις ημέρες) αρχίζουν να εμφανίζονται στις εφημερίδες δημοσιεύματα με τη λέξη «τραμπούκο» ή «τραμπούκος». Πρώτη εμφάνιση χρονολογικά είναι στην εφημερίδα Αυγή (11-5-1865 σελ. 179): «Τραμπούκο, ρεμπάπι, αγιούτο στα καρά, είναι αι φράσεις της εποχής, τας οποίας σήμερα ακούει τις εις όλας τα γωνίας της πρωτευούσης, εις όλας τας πράξεις αγοραπωλησίας ψήφων. Και η μεν λέξις τραμπούκο προφερομένη εν τοις συλλόγοις των ψηφοθηρών και των κομματαρχών των είναι εν χρήσει όταν οι υποψήφιοι βουλευταί προσφέρωσιν έως 20 δραχμάς∙ ρεμπάπι από 20-100∙ και αγιούτο στα καρά όταν προσφέρωνται επέκεινα των 100 δραχμών. Αλλά από της χθες οι ανωτέρω λέξεις αντικατεστάθησαν δια της λέξεως γκαζ. Ο ακούων λοιπόν την λέξιν ταύτην εις καφφενεία, ταβέρνας, πρέπει να εννοήση «χρήματα».
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τραμπούκο
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τραμπούκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ O Νίκος Σαραντάκος αναφέρει στο ιστολόγιό του πως δεν επρόκειτο -όπως γράφουν το Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, αλλά και ο Γ. Μπαμπινιώτης- για μάρκα πούρων, η οποία είναι μεταγενέστερη εμπορική επωνυμία (Trabucos), «αλλά για όνομα ενός τύπου πούρων». Βλ. «Τα πούρα των τραμπούκων», Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία (27 Σεπτεμβρίου, 2012)· πρόσβαση: 2022-04-12.
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]τραμπούκο αρσενικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)