τρανζίστορ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρανζίστορ < αγγλική transistor
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρανζίστορ ουδέτερο άκλιτο
- (ηλεκτρολογία) κρυσταλλοτρίοδος
- ραδιόφωνο μικρού μεγέθους (δηλαδή, ραδιόφωνο με κρυσταλλοτρίοδους)