τρανσφοβία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρανσφοβία οι τρανσφοβίες
      γενική της τρανσφοβίας των τρανσφοβιών
    αιτιατική την τρανσφοβία τις τρανσφοβίες
     κλητική τρανσφοβία τρανσφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρανσφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική transphobia < trans + -phobia (-φοβία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρανσφοβία θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]