τραπεζίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραπεζίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τραπεζίτης αρσενικό
- (επάγγελμα) ιδιοκτήτης τράπεζας (θηλυκό τραπεζίτρια)
- (ανατομία) δόντι στο πίσω μέρος του στόματος με μεγάλη μασητική επιφάνεια
- Συνώνυμα
- γομφίος