τραυματίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τραυματίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος τραυματίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]τραυματίζομαι
- υφίσταμαι τραυματισμό εξαιτίας ενέργειας/αμέλειας άλλου ή δικής μου