τραυματολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τραυματολογικός < τραυματολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]τραυματολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την τραυματολογία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τραυματολογικός
|