τραχειορραγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραχειορραγία < τραχει(α) + -ο- + -ρραγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραχειορραγία θηλυκό
- (ιατρική) αιμορραγία της τραχείας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραχειορραγία
|