τραχειοσκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τραχειοσκόπηση | οι | τραχειοσκοπήσεις |
γενική | της | τραχειοσκόπησης | των | τραχειοσκοπήσεων |
αιτιατική | την | τραχειοσκόπηση | τις | τραχειοσκοπήσεις |
κλητική | τραχειοσκόπηση | τραχειοσκοπήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραχειοσκόπηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραχειοσκόπηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραχειοσκόπηση
|