Μετάβαση στο περιεχόμενο

τραϊχαρντάρω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τραϊχαρντάρω < τραϊχάρντ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική tryhard < try + hard

τραϊχαρντάρω, πρτ.: τραϊχάρνταρα, αόρ.: τραϊχαρντάρισα/τραϊχάρνταρα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]