τραύμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τραύμα τα τραύματα
      γενική του τραύματος των τραυμάτων
    αιτιατική το τραύμα τα τραύματα
     κλητική τραύμα τραύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τραύμα < 1. με την κυριολεκτική σημασία (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τραῦμα, 2. με τη μεταφορική ψυχολογική σημασία σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική trauma[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈtɾav.ma/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τραύμα ουδέτερο

  1. (ιατρική) οποιαδήποτε βλάβη σε ιστό που είναι αποτέλεσμα της επενέργειας μιας εξωτερικής δύναμης (πχ μπορεί να οφείλεται σε πτώση, πρόσκρουση, είσοδο ξένου σώματος κλπ)
  2. (στον πληθυντικό) μεγάλες υλικές ζημιές, καταστροφές
  3. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) (για τον ψυχικό κόσμο) καθετί που προκαλεί ηθική και ψυχολογική αρνητική επίπτωση στο άτομο
    ⮡  ψυχικό τραύμα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]