τρεκλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρεκλίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
τρεκλίζω και τρικλίζω
- βαδίζω παραπατώντας και κρατώντας με δυσκολία την ισορροπία μου,π.χ. λόγω μέθης
- ※ Ο μεθυσμένος στάθηκε τρικλίζοντας και τον κοιτούσε. Κωστούλα Μητροπούλου, Μετάθεση
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τρεκλίζω | τρέκλιζα | θα τρεκλίζω | να τρεκλίζω | τρεκλίζοντας | |
β' ενικ. | τρεκλίζεις | τρέκλιζες | θα τρεκλίζεις | να τρεκλίζεις | τρέκλιζε | |
γ' ενικ. | τρεκλίζει | τρέκλιζε | θα τρεκλίζει | να τρεκλίζει | ||
α' πληθ. | τρεκλίζουμε | τρεκλίζαμε | θα τρεκλίζουμε | να τρεκλίζουμε | ||
β' πληθ. | τρεκλίζετε | τρεκλίζατε | θα τρεκλίζετε | να τρεκλίζετε | τρεκλίζετε | |
γ' πληθ. | τρεκλίζουν(ε) | τρέκλιζαν τρεκλίζαν(ε) |
θα τρεκλίζουν(ε) | να τρεκλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τρέκλισα | θα τρεκλίσω | να τρεκλίσω | τρεκλίσει | ||
β' ενικ. | τρέκλισες | θα τρεκλίσεις | να τρεκλίσεις | τρέκλισε | ||
γ' ενικ. | τρέκλισε | θα τρεκλίσει | να τρεκλίσει | |||
α' πληθ. | τρεκλίσαμε | θα τρεκλίσουμε | να τρεκλίσουμε | |||
β' πληθ. | τρεκλίσατε | θα τρεκλίσετε | να τρεκλίσετε | τρεκλίστε | ||
γ' πληθ. | τρέκλισαν τρεκλίσαν(ε) |
θα τρεκλίσουν(ε) | να τρεκλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τρεκλίσει | είχα τρεκλίσει | θα έχω τρεκλίσει | να έχω τρεκλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τρεκλίσει | είχες τρεκλίσει | θα έχεις τρεκλίσει | να έχεις τρεκλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τρεκλίσει | είχε τρεκλίσει | θα έχει τρεκλίσει | να έχει τρεκλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τρεκλίσει | είχαμε τρεκλίσει | θα έχουμε τρεκλίσει | να έχουμε τρεκλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τρεκλίσει | είχατε τρεκλίσει | θα έχετε τρεκλίσει | να έχετε τρεκλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τρεκλίσει | είχαν τρεκλίσει | θα έχουν τρεκλίσει | να έχουν τρεκλίσει |
|