τρελαθείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
τρελαθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρελαίνομαι
- θα τρελαθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρελαίνομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος τρελαίνομαι