τρελόπαιδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρελόπαιδο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρελόπαιδο ουδέτερο
- ζωηρό και άτακτο παιδί
- (ειδικότερα) ζωηρό και άτακτο αγόρι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρελόπαιδο
|