τρελόχαρτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρελόχαρτο ουδέτερο
- (στρατιωτική αργκό) έγγραφο που απαλλάσσει από τη στράτευση, που επικυρώνει την ακαταλληλότητα ενός προσώπου να υπηρετήσει τη θητεία του στον στρατό (της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας) λόγω ψυχικής ασθένειας, το «Ι5 Ψυχολογικό»
- ※ Τη στρατιωτική του θητεία [ο Σιδηρόπουλος] δεν την έκανε. Ο ίδιος λέει γι’ αυτό: «Την άνοιξη του 1976 με ενάμησι μήνα [στο κέντρο κατάταξης στην] Τρίπολη, είκοσι μέρες [στο] 401 [Στρατιωτικό Νοσοκομείο] και τέσσερα ηλεκτροσόκ παίρνω τρελλόχαρτο [sic]»
- από ιδιόχειρο σημείωμα του Παύλου Σιδηρόπουλου, στο: «Ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο στρατός, η Τρίπολη και το … τρελόχαρτο!», kalimera-arkadia.gr (27 Ιουλίου 2017)· πρόσβαση: 2019-06-24.
- ※ Περιμέναμε στη σκάλα ο ένας δίπλα στον άλλο, στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες. Οι τσιγγάνοι (σχεδόν όλοι όσοι πήγαιναν για τρελόχαρτο ήταν τσιγγάνοι) που συνόδευαν τους δικούς τους φώναζαν
- Στέλιος Φουντουζής. Διήγημα Το τρελόχαρτο. Αθήνα:Εκδόσεις Ερμής, 1998, ISBN 9789603200772), σ. 80.
- ※ Τη στρατιωτική του θητεία [ο Σιδηρόπουλος] δεν την έκανε. Ο ίδιος λέει γι’ αυτό: «Την άνοιξη του 1976 με ενάμησι μήνα [στο κέντρο κατάταξης στην] Τρίπολη, είκοσι μέρες [στο] 401 [Στρατιωτικό Νοσοκομείο] και τέσσερα ηλεκτροσόκ παίρνω τρελλόχαρτο [sic]»
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- (παλαιότερη γραφή) τρελλόχαρτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρελόχαρτο
|