τρελόχαρτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρελόχαρτο τα τρελόχαρτα
      γενική του τρελόχαρτου των τρελόχαρτων
    αιτιατική το τρελόχαρτο τα τρελόχαρτα
     κλητική τρελόχαρτο τρελόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρελόχαρτο < τρελό- + χαρτ(ί) + -ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρελόχαρτο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • (παλαιότερη γραφή) τρελλόχαρτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]