τρεμολάντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρεμολάντο < ιταλική tremolando
Επίρρημα[επεξεργασία]
τρεμολάντο
- (μουσική) τρέμοντας, δίνοντας στον ήχο έναν τρεμουλιαστό, παλλόμενο τόνο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρεμολάντο