τριάρμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριάρμενος η τριάρμενη το τριάρμενο
      γενική του τριάρμενου της τριάρμενης του τριάρμενου
    αιτιατική τον τριάρμενο την τριάρμενη το τριάρμενο
     κλητική τριάρμενε τριάρμενη τριάρμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριάρμενοι οι τριάρμενες τα τριάρμενα
      γενική των τριάρμενων των τριάρμενων των τριάρμενων
    αιτιατική τους τριάρμενους τις τριάρμενες τα τριάρμενα
     κλητική τριάρμενοι τριάρμενες τριάρμενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τριάρμενος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τριάρμενος < τρι- + ἄρμεν(α) + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

τριάρμενος, -η, -ο (δημοτική)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τριάρμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τριάρμενος < τρι- + ἄρμενον + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

τριάρμενος

  • (ναυτικός όρος) πλοίο με τρία άρμενα
    ※  11ος αιώνας, Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, (γλώσσα: αρχαΐζουσα, χρήση ελληνιστικής λέξης)
    1) ※  13.8.5 ὁ δέ γε Μαριανός, τοῦ ἀναμεταξὺ Λογγιβαρδίας καὶ Ἰλλυρικοῦ πορθμοῦ τὰς κελεύθους ἐπιτηρῶν, ἀπεῖργε παντάπασι τοὺς ἐκεῖθεν πρὸς τὸ Ἰλλυρικὸν διαπερῶντας, οὐ τριάρμενον οὐδὲ μυριοφόρον ὁλκάδα οὐδὲ μυοπάρωνα δίκωπον
    2) ※  10.8.2 Κατὰ πόδας δὲ τούτου καὶ ὁ κόμης Πρεβέντζας ταῖς ἀκταῖς τοῦ πορθμοῦ Λογγιβαρδίας προσπελάσας, ἐπεὶ διαπερᾶν καὶ αὐτὸς ἐβούλετο, μυριοφόρον ναῦν λῃστρικὴν μισθωσάμενος τριάρμενον ἑξακισχιλίων χρυσίνων στατήρων, […]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]




Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / τριάρμενος τὸ τριάρμενον
      γενική τοῦ/τῆς τριαρμένου τοῦ τριαρμένου
      δοτική τῷ/τῇ τριαρμέν τῷ τριαρμέν
    αιτιατική τὸν/τὴν τριάρμενον τὸ τριάρμενον
     κλητική ! τριάρμενε τριάρμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τριάρμενοι τὰ τριάρμεν
      γενική τῶν τριαρμένων τῶν τριαρμένων
      δοτική τοῖς/ταῖς τριαρμένοις τοῖς τριαρμένοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς τριαρμένους τὰ τριάρμεν
     κλητική ! τριάρμενοι τριάρμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τριαρμένω τὼ τριαρμένω
      γεν-δοτ τοῖν τριαρμένοιν τοῖν τριαρμένοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τριάρμενος < τρι- + αρχαία ελληνική ἄρμεν(α) + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

τριάρμενος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]