τριήμερα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τριήμερα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τριήμερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τρισάγιο που γίνεται στον τάφο την τρίτη ημέρα από τον θάνατο Χριστιανού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

τριήμερα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τριήμερο