τριακοντάσχοινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τριακοντάσχοινος αρσενικό
- γεωγραφικός προσδιορισμός σε χρήση στην ελληνιστική Αίγυπτο, και μετέπειτα και από την ρωμαϊκή Αίγυπτο ως triakontaschoenus, ο οποίος αντιστοιχούσε στην περιοχή της κάτω Νουβίας μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου καταρράκτη του Νείλου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τριακοντάσχοινος
|