τριακοσιοπλάσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τριακοσιοπλάσιος < τριακόσι(α) + -ο- + -πλάσιος
Επίθετο[επεξεργασία]
τριακοσιοπλάσιος, -α, -ο
- τριακόσιες φορές μεγαλύτερος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τριακοσιοπλάσιος
|