τριβέλισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τριβέλισμα < τριβελίζω + -μα < τριβέλι < μεσαιωνική ελληνική τριβέλλιον < μεσαιωνική λατινική terebellum < terebra < tero < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *terh₁-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τριβέλισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τριβελίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τριβέλισμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)