τριβή ολίσθησης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριβή ολίσθησης οι τριβές ολίσθησης
      γενική της τριβής ολίσθησης των τριβών ολίσθησης
    αιτιατική την τριβή ολίσθησης τις τριβές ολίσθησης
     κλητική τριβή ολίσθησης τριβές ολίσθησης
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τριβή ολίσθησης < → δείτε τις λέξεις τριβή και ολίσθηση

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

τριβή ολίσθησης θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]