τριβόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριβόμενος η τριβόμενη το τριβόμενο
      γενική του τριβόμενου της τριβόμενης του τριβόμενου
    αιτιατική τον τριβόμενο την τριβόμενη το τριβόμενο
     κλητική τριβόμενε τριβόμενη τριβόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριβόμενοι οι τριβόμενες τα τριβόμενα
      γενική των τριβόμενων των τριβόμενων των τριβόμενων
    αιτιατική τους τριβόμενους τις τριβόμενες τα τριβόμενα
     κλητική τριβόμενοι τριβόμενες τριβόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τριβόμενος < τρίβομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

τριβόμενος, -η, -ο

  1. που τρίβεται
  2. (γλωσσολογία) (φθόγγος) που παράγεται από τη σύσφιγξη του εκπνεόμενου αέρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]