τριγύρισμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τριγύρισμα < μεσαιωνική ελληνική τριγύρισμα < τριγυρίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τριγύρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τριγυρίζω