τριζοβολώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]τριζοβολώ
- τρίζω πολύ κι εξακολουθητικά
- ※ Άρχισε ο παπα-Γρηγόρης να διαβάζει το Ευαγγέλιο από τον άμβωνα, με τη βαριά φωνή του που έκανε τα τζαμάκια της εκκλησίας να τριζοβολάνε (Άλκη Ζέη, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, 1971)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- τριζοβόλημα
- → δείτε τις λέξεις τρίζω και βάλλω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τριζοβολάω - τριζοβολώ | τριζοβολούσα | θα τριζοβολάω - τριζοβολώ | να τριζοβολάω - τριζοβολώ | τριζοβολώντας | |
β' ενικ. | τριζοβολάς | τριζοβολούσες | θα τριζοβολάς | να τριζοβολάς | τριζοβόλα - τριζοβόλαγε | |
γ' ενικ. | τριζοβολάει - τριζοβολά | τριζοβολούσε | θα τριζοβολάει - τριζοβολά | να τριζοβολάει - τριζοβολά | ||
α' πληθ. | τριζοβολάμε - τριζοβολούμε | τριζοβολούσαμε | θα τριζοβολάμε - τριζοβολούμε | να τριζοβολάμε - τριζοβολούμε | ||
β' πληθ. | τριζοβολάτε | τριζοβολούσατε | θα τριζοβολάτε | να τριζοβολάτε | τριζοβολάτε | |
γ' πληθ. | τριζοβολάν(ε) - τριζοβολούν(ε) | τριζοβολούσαν(ε) | θα τριζοβολάν(ε) - τριζοβολούν(ε) | να τριζοβολάν(ε) - τριζοβολούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τριζοβόλησα | θα τριζοβολήσω | να τριζοβολήσω | τριζοβολήσει | ||
β' ενικ. | τριζοβόλησες | θα τριζοβολήσεις | να τριζοβολήσεις | τριζοβόλα - τριζοβόλησε | ||
γ' ενικ. | τριζοβόλησε | θα τριζοβολήσει | να τριζοβολήσει | |||
α' πληθ. | τριζοβολήσαμε | θα τριζοβολήσουμε | να τριζοβολήσουμε | |||
β' πληθ. | τριζοβολήσατε | θα τριζοβολήσετε | να τριζοβολήσετε | τριζοβολήστε | ||
γ' πληθ. | τριζοβόλησαν τριζοβολήσαν(ε) |
θα τριζοβολήσουν(ε) | να τριζοβολήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τριζοβολήσει | είχα τριζοβολήσει | θα έχω τριζοβολήσει | να έχω τριζοβολήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τριζοβολήσει | είχες τριζοβολήσει | θα έχεις τριζοβολήσει | να έχεις τριζοβολήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τριζοβολήσει | είχε τριζοβολήσει | θα έχει τριζοβολήσει | να έχει τριζοβολήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τριζοβολήσει | είχαμε τριζοβολήσει | θα έχουμε τριζοβολήσει | να έχουμε τριζοβολήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τριζοβολήσει | είχατε τριζοβολήσει | θα έχετε τριζοβολήσει | να έχετε τριζοβολήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τριζοβολήσει | είχαν τριζοβολήσει | θα έχουν τριζοβολήσει | να έχουν τριζοβολήσει |
|