τριθέσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]τριθέσιος, -α, -ο
- που περιλαμβάνει τρεις θέσεις
- τριθέσιος καναπές
- (δημοτικό σχολείο) στο οποίο διδάσκουν τρεις δάσκαλοι για όλες τις τάξεις και τα μαθήματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τριθέσιος
|