τρικέρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τρίκερι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρικέρι τα τρικέρια
      γενική του τρικεριού των τρικεριών
    αιτιατική το τρικέρι τα τρικέρια
     κλητική τρικέρι τρικέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρικέρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τρικέριον < τρικήριον κατά το κηρίον > κερί. Μορφολογικά αναλύεται σε τρι- + κερί.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾiˈce.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐κέ‐ρι
τονικό παρώνυμο: Τρίκερι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρικέρι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις τρία και κερί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]