τρικαντό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρικαντό < γαλλ. tri-canton < tri- «τρι-» + canton (: γωνία, αιχμή)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρικαντό ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]