τριμερής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριμερής η τριμερής το τριμερές
      γενική του τριμερούς* της τριμερούς του τριμερούς
    αιτιατική τον τριμερή την τριμερή το τριμερές
     κλητική τριμερή(ς) τριμερής τριμερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριμερείς οι τριμερείς τα τριμερή
      γενική των τριμερών των τριμερών των τριμερών
    αιτιατική τους τριμερείς τις τριμερείς τα τριμερή
     κλητική τριμερείς τριμερείς τριμερή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τριμερής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τριμερής. Μορφολογικά αναλύεται σε τρι- + -μερής

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾi.meˈɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐με‐ρής

Επίθετο[επεξεργασία]

τριμερής, -ής, -ές

  1. που αποτελείται από τρία μέρη
    τριμερής χρηματοδότηση ασφαλιστικού συστήματος από κράτος, εργοδότη, εργαζόμενο
    Ο ρυθμός στο βαλς είναι τριμερής, έχει τριμερές μέτρο.
  2. που συμμετέχουν αντιπρόσωποι τριών μερών
    τριμερής συνθήκη

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

μονομερής - διμερής - τριμερής - τετραμερής - πενταμερής - εξαμερής - επταμερής - οκταμερής - εννεαμερής - δεκαμερής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
τρῐμερεσ-
ονομαστική / τριμερής τὸ τριμερές
      γενική τοῦ/τῆς τριμεροῦς τοῦ τριμεροῦς
      δοτική τῷ/τῇ τριμερεῖ τῷ τριμερεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν τριμερ τὸ τριμερές
     κλητική ! τριμερές τριμερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ τριμερεῖς τὰ τριμερ
      γενική τῶν τριμερῶν τῶν τριμερῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς τριμερέσ(ν) τοῖς τριμερέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς τριμερεῖς τὰ τριμερ
     κλητική ! τριμερεῖς τριμερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τριμερεῖ τὼ τριμερεῖ
      γεν-δοτ τοῖν τριμεροῖν τοῖν τριμεροῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τριμερής < τρι- + -μερής

Επίθετο[επεξεργασία]

τριμερής, -ής, -ές

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]