τριπάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τριπάκι | τα | τριπάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τριπάκι | τα | τριπάκια |
κλητική | τριπάκι | τριπάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τριπάκι ουδέτερο
- Η μαστούρα, το μαστούρωμα, η ψυχεδελική εμπειρία, η φαρμακευτική παραίσθηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τριπάκι
|