τριπλουνίστας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τριπλουνίστας αρσενικό
- (αθλητισμός) αθλητής του αθλήματος εις τριπλούν
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τριπλουνίστας