Μετάβαση στο περιεχόμενο

τριποδισμός

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
αναβάτρια σε άλογο που εκτελεί τριποδισμό (1)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τριποδισμός οι τριποδισμοί
      γενική του τριποδισμού των τριποδισμών
    αιτιατική τον τριποδισμό τους τριποδισμούς
     κλητική τριποδισμέ τριποδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τριποδισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τριποδισμός αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]