τριπτήρ
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
τριπτηρ- | |||||
ονομαστική | ὁ | τριπτήρ | οἱ | τριπτῆρες | |
γενική | τοῦ | τριπτῆρος | τῶν | τριπτήρων | |
δοτική | τῷ | τριπτῆρῐ | τοῖς | τριπτῆρσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | τριπτῆρᾰ | τοὺς | τριπτῆρᾰς | |
κλητική ὦ! | τριπτήρ | τριπτῆρες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τριπτῆρε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | τριπτήροιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τριπτήρ, -ῆρος αρσενικό
- εργαλείο τριψίματος
- κάδος στον οποίο απορρέει το λάδι μετά τη συμπίεση του ελαιόκαρπου
- (για σταφύλια) πατητήρι
- (μεταφορικά) κάδος στον οποίο καταλήγουν οι δικαστικές αποφάσεις
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 937
- κρατὴρ κακῶν, τριπτὴρ δικῶν,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 937
- (για άλογα) ποτίστρα
- ※ 4ος πκε αιώνας, Επιγραφή από την Ελευσίνα Αττικής. I.Eleusis 159, στίχ. 21, @epigraphy.packhum.org
- τριπτῆρες τέτ<τ>αρες τὰ ζεύγη ποτίζειν ἐν τῆι ὁδῶι,
- ※ 4ος πκε αιώνας, Επιγραφή από την Ελευσίνα Αττικής. I.Eleusis 159, στίχ. 21, @epigraphy.packhum.org
- (ελληνιστική σημασία) γουδοχέρι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τρίβω
Πηγές
[επεξεργασία]- τριπτήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τριπτήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση 'κλητήρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κλητήρ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τήρ (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Εργαλεία (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από επιγραφές (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)