Μετάβαση στο περιεχόμενο

τριπτήρ

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τριπτηρ-
ονομαστική τριπτήρ οἱ τριπτῆρες
      γενική τοῦ τριπτῆρος τῶν τριπτήρων
      δοτική τῷ τριπτῆρ τοῖς τριπτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν τριπτῆρ τοὺς τριπτῆρᾰς
     κλητική ! τριπτήρ τριπτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τριπτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  τριπτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τριπτήρ < θέμα τριπ- του ρήματος τρίβω + -τήρ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τριπτήρ, -ῆρος αρσενικό

  1. εργαλείο τριψίματος
  2. κάδος στον οποίο απορρέει το λάδι μετά τη συμπίεση του ελαιόκαρπου
  3. (για σταφύλια) πατητήρι
  4. (μεταφορικά) κάδος στον οποίο καταλήγουν οι δικαστικές αποφάσεις
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 937
    κρατὴρ κακῶν, τριπτὴρ δικῶν,
  5. (για άλογα) ποτίστρα
      4ος πκε αιώνας, Επιγραφή από την Ελευσίνα Αττικής. I.Eleusis 159, στίχ. 21, @epigraphy.packhum.org
    τριπτῆρες τέτ<τ>αρες τὰ ζεύγη ποτίζειν ἐν τῆι ὁδῶι,
  6. (ελληνιστική σημασία) γουδοχέρι

Συγγενικά

[επεξεργασία]