τρισδιάστατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρισδιάστατος < τρισ- + διάστα(σις) + -τος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική à trois dimensions ή από τη γερμανική dreidimensional[1]
Επίθετο
[επεξεργασία]τρισδιάστατος, -η, -ο
- που έχει τρεις διαστάσεις: μήκος, πλάτος, ύψος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρισδιάστατος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τρισδιάστατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τρισ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)