τρισευγενικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τρισευγενικός, -ή, -ό
- πάρα πολύ ευγενικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρισευγενικός
|
τρισευγενικός, -ή, -ό
|