τρισκατάρατος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]τρισκατάρατος, -η, -ο
- που είναι πάρα πολύ μισητός, πολύ καταραμένος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρισκατάρατος αρσενικό
- ο διάβολος