τριτοβάθμιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]τριτοβάθμιος, -α, -ο
- που λειτουργεί ως η τρίτη βαθμίδα ενός συστήματος
- ⮡ τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ είναι τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα