τριτοκοσμικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τριτοκοσμικότητα < τριτοκοσμικ(ός) + -ότητα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾi.to.ko.zmiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐το‐κο‐σμι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τριτοκοσμικότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) η ιδιότητα του τριτοκοσμικού
- ※ Και η εξάρθρωση της τρομοκρατίας είναι ακριβώς η «τελευταία πράξη» του δράματος, που χωρίς να το συνειδητοποιεί έζησε η χώρα, η τελευταία πράξη της μεγάλης περιπέτειας να ακροβατεί επί δεκαετίες στα σύνορα του δυτικού κόσμου με άλλους, όπως τον κομμουνιστικό ή την τριτοκοσμικότητα, για να μην αναφέρει κανείς τις γελοιότητες λ.χ. των ορθόδοξων τόξων που κάποτε συζητήθηκαν τόσο σοβαρά. (Γεώργιος Μαλούχος, H Ελλάδα, επιτέλους, χωρίς σκιές στη Δύση, Η Καθημερινή, 11 Ιουλίου 2002)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τριτοκοσμικότητα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)