τριφωσφορυλίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριφωσφορυλίωση οι τριφωσφορυλιώσεις
      γενική της τριφωσφορυλίωσης* των τριφωσφορυλιώσεων
    αιτιατική την τριφωσφορυλίωση τις τριφωσφορυλιώσεις
     κλητική τριφωσφορυλίωση τριφωσφορυλιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τριφωσφορυλιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τριφωσφορυλίωση < τρι- + φωσφορυλίωση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τριφωσφορυλίωση θηλυκό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]