τριώνυμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τριώνυμο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τριώνυμ(ον) + -ο, ουδέτερο για την ελληνιστική κοινή τριώνυμος (με τρία ονόματα),[1] λόγιο δάνειο από τη γαλλική trinôme < tri- (τρι-) + -nôme με τη σημασία «όνομα» -ώνυμο. Για την εκδοχή της σημασίας «νόμος» (μέρος) θα ήταν σφαλερή δημιουργία, αντί του τρί-νομο [2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾiˈo.ni.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐ώ‐νυ‐μο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τριώνυμο ουδέτερο
- (μαθηματικά) άθροισμα τριών μονωνύμων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τριώνυμο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ τριώνυμος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ τριώνυμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα τρι- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώνυμο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)