Μετάβαση στο περιεχόμενο

τρολάρω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρολάρω < τρολ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική troll

τρολάρω

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: τρόλαρα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]