τρολλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρολλ < (άμεσο δάνειο) αγγλική troll < σουηδική ή νορβηγική troll < παλαιά νορβηγική trǫll < πρωτογερμανική *truzlą < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρολλ ουδέτερο άκλιτο
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός) ετυμολογική γραφή του τρολ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τρολ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρολλ
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σουηδικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νορβηγικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά νορβηγικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογική γραφή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)