Μετάβαση στο περιεχόμενο

τρολλ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρολλ < (άμεσο δάνειο) αγγλική troll < σουηδική ή νορβηγική troll < παλαιά νορβηγική trǫll < πρωτογερμανική *truzlą < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρολλ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη τρολ

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]