τρομάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρομάζω < μεσαιωνική ελληνική τρομάζω < τρόμαξα, αόριστος του τρομάσσω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾoˈma.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

τρομάζω, παθ. μτχ.: τρομαγμένος

  1. (αμετάβατο) καταλαμβάνομαι από τρόμο, φοβάμαι
    τρομάζω, όταν σκέφτομαι ότι μπορεί να συμβεί κάτι κακό
  2. (μεταβατικό) προκαλώ τρόμο σε κάποιον, φοβίζω
    με τρόμαξε η συμπεριφορά σου!
  3. (+ να) δυσκολεύομαι, κάνω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι
    τρόμαξε να τα καταφέρει

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]