τρομαγμένα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρομαγμένα < τρομαγμένος

Επίρρημα[επεξεργασία]

τρομαγμένα

  • με τρόπο που να φανερώνει φόβο
έκλαιγε τρομαγμένα, σαν μικρό παιδί